προσομιλητικός

προσομιλητικός
-ή, -όν, Α [προσομιλῶ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία* ή ο αρμόδιος για συναναστροφή
2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική
(ενν. τέχνη) η τέχνη τής συναναστροφής με τους άλλους ανθρώπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσομιλητικήν — προσομιλητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”